νοοσφαλής

νοοσφαλής
νοοσφαλής, -ές (Α)
αυτός που καθιστά κάποιον παράφρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -σφαλής (< σφάλλω), πρβλ. δομο-σφαλής, μεθυ-σφαλής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νοοσφαλές — νοοσφαλής masc/fem voc sg νοοσφαλής neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοοσφαλέος — νοοσφαλής masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοοσφαλέων — νοοσφαλής masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”